Το NDT παρέχει στους συνδρομητές τη δυνατότητα να πραγματοποιούν ακριβείς μετρήσεις των ποιοτικών χαρακτηριστικών της ευρυζωνικής σύνδεσής τους κι επίσης, παρουσιάζει με αντικειμενικό τρόπο τα σχετικά αποτελέσματα. Ωστόσο, σημειώνεται ότι:
Απαραίτητη προϋπόθεση για μια αξιόπιστη μέτρηση είναι: (α) να μην ‘τρέχει’ στον υπολογιστή ή στο τοπικό δίκτυο του χρήστη κάποια άλλη εφαρμογή, η οποία να παράγει δικτυακή κίνηση και (β) το δίκτυο να μην αντιμετωπίζει πρόσκαιρο πρόβλημα στη διαδρομή μέχρι τον εξυπηρετητή.
Σημειώνεται ότι στην περίπτωση που και άλλοι υπολογιστές παράγουν κίνηση μέσα στο τοπικό δίκτυο του χρήστη είναι πιθανό να υπάρξει αρνητική επίδραση στην ακρίβεια μιας μέτρησης. Σε όλες τις περιπτώσεις, συνιστάται ο χρήστης να μεριμνήσει ώστε η δικτυακή σύνδεση να είναι όσο το δυνατό πιο αδρανής πριν προχωρήσει σε μέτρηση.
Η χρήση WiFi μπορεί να επηρεάσει την ακρίβεια της μέτρησης. Για το πιο διαδεδομένο πρωτόκολλο, 802.11g, ο ρυθμός ασύρματης μετάδοσης δεδομένων ποικίλει από 6 έως 54 Mbps, ανάλογα με την ποιότητα του σήματος. Επιπλέον, η ασύρματη σύνδεση λειτουργεί με τρόπο half-duplex. Έτσι, εάν υπάρχουν άλλες συσκευές που συνδέονται στον οικιακό δρομολογητή, ή αν το σήμα είναι ασθενές, η ταχύτητα του Wifi μπορεί να είναι μικρότερη από την ταχύτητα του σταθερού μέρους της σύνδεσης, και σαν αποτέλεσμα η συνολική ταχύτητα να περιορίζεται από την ταχύτητα του Wifi. Αυτό συμβαίνει πιο σπάνια στην περίπτωση ενσύρματης σύνδεσης στο δομολογητή, όπου το διαθέσιμο εύρος ζώνης είναι πάντα 100Mbps full duplex ή και περισσότερο. Ως εκ τούτου, συνιστάται οι μετρήσεις να γίνονται από υπολογιστή που είναι συνδεδεμένος με καλώδιο στον οικιακό δρομολογητή.
Εγκατεστημένα firewalls, υψηλός φόρτος στον κεντρικό επεξεργαστή του υπολογιστή ή ακόμα και ελαττώματα στο δικτυακό καλώδιο του υπολογιστή, μπορεί να επηρεάσουν την ποιότητα μιας μέτρησης.
Όχι. Κατά τη μέτρηση χρησιμοποιούνται τα πρωτόκολλα TCP/IP, αλλά δεν περιλαμβάνονται οι επικεφαλίδες τους στον υπολογισμό της διαπερατότητας δεδομένων. Αυτό οδηγεί σε χαμηλότερη ταχύτητα, αλλά είναι πιο κοντά στην πραγματική διαπερατότητα δεδομένων μιας εφαρμογής.
Η πραγματική ταχύτητα είναι πάντα μικρότερη από την ονομαστική, καθώς η τελευταία είναι απλώς ένα θεωρητικό όριο σε επίπεδο 2 (επίπεδο σύνδεσης δεδομένων). Η πραγματική ταχύτητα εξαρτάται από πολλούς παράγοντες, όπως την απόσταση από την υπαίθρια καμπίνα ή το αστικό κέντρο, το επίπεδο θορύβου της γραμμής, το βαθμό συμφόρησης στο δίκτυο του παρόχου, καθώς και το εσωτερικό δίκτυο του συνδρομητή (ασύρματη/ενσύρματη σύνδεση στον οικιακό δρομολογητή, ύπαρξη άλλων συσκευών στο τοπικό δίκτυο του συνδρομητή, παράλληλη κίνηση από άλλες εφαρμογές). Οι ενδιαφερόμενοι χρήστες μπορούν να επισκεφτούν το δικτυακό τόπο https://www.increasebroadbandspeed.co.uk/2012/graph-ADSL-speed-versus-distance για περισσότερες λεπτομέρειες σχετικά με τον τρόπο που μεταβάλλεται η μέγιστη ταχύτητα σύνδεσης ανάλογα με την απόσταση από το αστικό κέντρο, για γραμμές ADSL. Επισημαίνεται ωστόσο ότι είναι πολύ δύσκολο να συμπεριλάβει κανείς όλες τις παραμέτρους που επηρεάζουν την ταχύτητα σύνδεσης στο διαδίκτυο και να προβλέψει αυτή την ταχύτητα, χωρίς τη διενέργεια μετρήσεων.
Δεν είναι η ίδια για όλες τις περιπτώσεις. Κυμαίνεται ανάλογα με το πρωτόκολλο ευρείας περιοχής (π.χ. PPP, HDLC) και άλλους παράγοντες, όπως τη χρησιμοποιούμενη εφαρμογή, το αν υπάρχει κρυπτογράφηση δεδομένων, κ.α.
Το NDT χρησιμοποιεί για τη μέτρηση το ndt7 πρωτόκολλο πάνω από TCP. Για περισσότερες πληροφορίες μπορείτε να ανατρέξετε στη σχετική σελίδα.
Αναλύοντας τη πακέτα (δεδομένα και επιβεβαιώσεις) που ανταλλάσσονται κατά τη μέτρηση. Στο χρήστη παρουσιάζεται ο μέσος όρος των τιμών, με βάση όλα τα πακέτα που ανταλλάσσονται. Η διαφορά των δύο ακραίων τιμών καθυστέρησης είναι η διακύμανση, ενώ πακέτα, τα οποία χάθηκαν και χρειάστηκε να αναμεταδοθούν, συνεισφέρουν στο ποσοστό απώλειας.